- λεοντόχορτος
- λεοντό-χορτος, ον,A eaten by a lion,
βούβαλις A.Fr.330
(-ταν cod. Eust.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βούβαλις A.Fr.330
(-ταν cod. Eust.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντόχορτος — λεοντόχορτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από λιοντάρι («λεοντόχορτον βούβαλιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χόρτος «τροφή» (πρβλ. λινό χορτος, πολύ χορτος)] … Dictionary of Greek
λεοντόχορτον — λεοντόχορτος eaten by a lion masc/fem acc sg λεοντόχορτος eaten by a lion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek